- οξυντικός
- -ή, -ό [οξύνω]1. ο ικανός να οξύνει, να κάνει κάτι αιχμηρό2. αυτός που μετατρέπει κάτι σε οξύ3. αυτός που εκκρίνει οξύ4. μτφ. α) αυτός που δημιουργεί οξύτητα, που επιτείνει την κρισιμότητα των καταστάσεωνβ) αυτός που οξύνει το μυαλό.επίρρ...οξυντικώςμε οξυντικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.